μετρόκροτος: Difference between revisions

25
(6_18)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετρόκροτος''': -ον, ὁ μετρικῶς κροτῶν, ἠχῶν, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 497.
|lstext='''μετρόκροτος''': -ον, ὁ μετρικῶς κροτῶν, ἠχῶν, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 497.
}}
{{grml
|mltxt=[[μετρόκροτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει γραφεί εμμέτρως («μετρόκροτοι γραφαί», Τζέτζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]] <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κωδωνό</i>-<i>κροτος</i>)].
}}
}}