χειροσκόπος: Difference between revisions

46
(6_18)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειροσκόπος''': -ον, ὁ θεωρῶν καὶ ἐξετάζων τὴν χεῖρα, ὡς τὸ [[χειρόμαντις]], Ἀρτεμίδ. 2. 69. ΙΙ. ὁ μετρῶν τὰς ἀνατεταμένας χεῖρας κατὰ τὴν ψηφοφορίαν, «χειροσκόποι, οἱ τὰς χειροτονίας ἐπισκοποῦντες» Τιμ. Λεξικ.
|lstext='''χειροσκόπος''': -ον, ὁ θεωρῶν καὶ ἐξετάζων τὴν χεῖρα, ὡς τὸ [[χειρόμαντις]], Ἀρτεμίδ. 2. 69. ΙΙ. ὁ μετρῶν τὰς ἀνατεταμένας χεῖρας κατὰ τὴν ψηφοφορίαν, «χειροσκόποι, οἱ τὰς χειροτονίας ἐπισκοποῦντες» Τιμ. Λεξικ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χειρομάντης]]<br /><b>2.</b> αυτός που μετρούσε τα υψωμένα χέρια [[κατά]] την [[ψηφοφορία]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «χειροσκόποι, οἱ τὰς χειροτονίας ἐπισκοποῡντες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>οἰωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
}}
}}