ποταμοφόρητος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτᾰμοφόρητος''': -ον, ὁ ὑπὸ ποταμοῦ παραφερόμενος, παρασυρόμενος, Ἀποκάλ. ιβ΄, 15.
|lstext='''ποτᾰμοφόρητος''': -ον, ὁ ὑπὸ ποταμοῦ παραφερόμενος, παρασυρόμενος, Ἀποκάλ. ιβ΄, 15.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />emporté par le fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[ποταμός]], [[φορέω]].
}}
}}