3,274,216
edits
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑδρᾰγωγός''': -όν, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], [[σείριος]] Πλούτ. 2. 366Α· ὑδ. [[τόπος]], [[πλήρης]] ὕδατος, Ὡραπόλλ.· - ὑδρ. φάρμακα, διουρητικά, Γαλην. 10. 463. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὑδρ., ὁ, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], [[ὑδροφόρος]], Ἀρτεμίδ. 4. 74, Μανέθων 1. 84. 2) ὁ κατασκευάζων ἢ διευθύνων ὑδραγωγεῖα, Λατ. aquilex. Πλούτ. 2. 914Β. β) [[ὑδραγωγεῖον]], Ἑβδ. (Βασ. Δ΄ ιη΄ 17, Σειρὰχ κδ΄ 30). 3) παρ’ Ἱππ. ὁ πίνων πολὺ ὕδων, [[ἄνθρωπος]] [[ὑδρωπικός]], 1240C. | |lstext='''ὑδρᾰγωγός''': -όν, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], [[σείριος]] Πλούτ. 2. 366Α· ὑδ. [[τόπος]], [[πλήρης]] ὕδατος, Ὡραπόλλ.· - ὑδρ. φάρμακα, διουρητικά, Γαλην. 10. 463. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὑδρ., ὁ, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], [[ὑδροφόρος]], Ἀρτεμίδ. 4. 74, Μανέθων 1. 84. 2) ὁ κατασκευάζων ἢ διευθύνων ὑδραγωγεῖα, Λατ. aquilex. Πλούτ. 2. 914Β. β) [[ὑδραγωγεῖον]], Ἑβδ. (Βασ. Δ΄ ιη΄ 17, Σειρὰχ κδ΄ 30). 3) παρ’ Ἱππ. ὁ πίνων πολὺ ὕδων, [[ἄνθρωπος]] [[ὑδρωπικός]], 1240C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui conduit <i>ou</i> amène l’eau ; ὁ [[ὑδραγωγός]] inspecteur des aqueducs.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[ἄγω]]. | |||
}} | }} |