διαβόητος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβόητος''': -ον, περὶ οὗ [[μέγας]] [[θόρυβος]] γίνεται, [[ἐξάκουστος]] (ἐπ' ἀρετῇ), ἐπί τινι Πλούτ. Λουκ. 6, Ξεν. Ἐφ. 1. 2 (ἐπὶ κακίᾳ), Λουκ. Ψευδ. 4, Δί. Χρυσόστ. 1, 125, Πλούτ. Λυκούργ. 5. Πρβλ. [[περιβόητος]] καὶ [[ἐπιβόητος]]. - Ἐπίρρ. διαβοήτως Θ. Στουδ. σ. 1073 (Migne).
|lstext='''διαβόητος''': -ον, περὶ οὗ [[μέγας]] [[θόρυβος]] γίνεται, [[ἐξάκουστος]] (ἐπ' ἀρετῇ), ἐπί τινι Πλούτ. Λουκ. 6, Ξεν. Ἐφ. 1. 2 (ἐπὶ κακίᾳ), Λουκ. Ψευδ. 4, Δί. Χρυσόστ. 1, 125, Πλούτ. Λυκούργ. 5. Πρβλ. [[περιβόητος]] καὶ [[ἐπιβόητος]]. - Ἐπίρρ. διαβοήτως Θ. Στουδ. σ. 1073 (Migne).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> crié de tous côtés, publié, proclamé;<br /><b>2</b> vanté, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[διαβοάω]].
}}
}}