ἀνάβασις: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάβασις''': ποιητ. [[ἄμβασις]], εως, ἡ, ([[ἀναβαίνω]]), τὸ ἀνέρχεσθαι, ἀναβαίνειν, ἰδίως ἐπὶ τὸν ἵππον, Ξεν. Ἱππ. 3. 11· [[τρόπος]] τοῦ ἀναβαίνειν ἐπὶ τὸν ἵππον, ταύτην ἐπαινοῦμεν τὴν ἀνάβασιν [[αὐτόθι]] 7. 4. β) πᾶσα [[ἄμβασις]] = πάντες ἀναβάται, πάντες οἱ ἱππεῖς, Σοφ. Ο. Κ. 1070. 2) [[ἐκστρατεία]] ἀπὸ τῆς παραλίας εἰς τὰ μεσόγεια, ἰδίως εἰς τὴν κεντρικὴν Ἀσίαν, οἵα ἡ τοῦ νεωτέρου Κύρου, ἣν διηγεῖται ὁ Ξενοφῶν. 3) ἡ [[ἐξόγκωσις]], [[ὕψωσις]] τῶν ὑδάτων ποταμοῦ, [[ὅταν]] ἀναβαίνῃ τὸ [[ὕδωρ]], Διόδ. 1. 34, Στράβ. 757, Πλούτ. 4) παρ’ ἰατρ. ἡ [[περίοδος]], καθ’ ἣν τὸ [[νόσημα]] βαίνει ἐπιτεινόμενον, πρὸ τῆς κρίσεως (ἀκμῆς), Γαλην. 9. 556· πρβλ. [[ἀναβατικός]] ΙΙ. ΙΙ. ὁδός φέρουσα πρὸς τὰ ἄνω, ἡ [[ἀνάβασις]] (δηλ. ἡ [[ἀνάντης]] ὁδὸς) πρὸς πύργον ἢ πρὸς κορυφὴν ὄρους, κτλ., Ἡρόδ. 1. 181., 7. 223· ἡ [[ἀνάβασις]] τῶν Ἐπιπολῶν Θουκ. 7. 42· ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν, ἐκείνην τὴν ἀνάντη ὁδόν, Πλάτ. Πολ. 519D, πρβλ. 515E.
|lstext='''ἀνάβασις''': ποιητ. [[ἄμβασις]], εως, ἡ, ([[ἀναβαίνω]]), τὸ ἀνέρχεσθαι, ἀναβαίνειν, ἰδίως ἐπὶ τὸν ἵππον, Ξεν. Ἱππ. 3. 11· [[τρόπος]] τοῦ ἀναβαίνειν ἐπὶ τὸν ἵππον, ταύτην ἐπαινοῦμεν τὴν ἀνάβασιν [[αὐτόθι]] 7. 4. β) πᾶσα [[ἄμβασις]] = πάντες ἀναβάται, πάντες οἱ ἱππεῖς, Σοφ. Ο. Κ. 1070. 2) [[ἐκστρατεία]] ἀπὸ τῆς παραλίας εἰς τὰ μεσόγεια, ἰδίως εἰς τὴν κεντρικὴν Ἀσίαν, οἵα ἡ τοῦ νεωτέρου Κύρου, ἣν διηγεῖται ὁ Ξενοφῶν. 3) ἡ [[ἐξόγκωσις]], [[ὕψωσις]] τῶν ὑδάτων ποταμοῦ, [[ὅταν]] ἀναβαίνῃ τὸ [[ὕδωρ]], Διόδ. 1. 34, Στράβ. 757, Πλούτ. 4) παρ’ ἰατρ. ἡ [[περίοδος]], καθ’ ἣν τὸ [[νόσημα]] βαίνει ἐπιτεινόμενον, πρὸ τῆς κρίσεως (ἀκμῆς), Γαλην. 9. 556· πρβλ. [[ἀναβατικός]] ΙΙ. ΙΙ. ὁδός φέρουσα πρὸς τὰ ἄνω, ἡ [[ἀνάβασις]] (δηλ. ἡ [[ἀνάντης]] ὁδὸς) πρὸς πύργον ἢ πρὸς κορυφὴν ὄρους, κτλ., Ἡρόδ. 1. 181., 7. 223· ἡ [[ἀνάβασις]] τῶν Ἐπιπολῶν Θουκ. 7. 42· ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν, ἐκείνην τὴν ἀνάντη ὁδόν, Πλάτ. Πολ. 519D, πρβλ. 515E.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de monter, ascension ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> action de monter à cheval ; <i>poét.</i> πωλικὰ [[ἄμβασις]] SOPH chevauchée, troupe de cavaliers;<br /><b>2</b> expédition dans l’intérieur d’un pays, <i>particul. expédition de Cyrus le Jeune dans l’Asie centrale, ou</i> Anabase, <i>titre d’un ouvrage de Xénophon ; ou d’Alexandre dans l’Inde, ou</i> Anabase, <i>titre d’un ouvrage d’Arrien</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναβαίνω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἄνοδος]]².
}}
}}