γαληνιάζω: Difference between revisions

big3_9
(6_22)
(big3_9)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γαληνιάζω''': τῷ ἑπομ., Ἱππ. 361, 35, Φίλων 1. 276, Θεμίστ. 17Α·―παθ., ἀόρ. γαληνιασθῆναι Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. 43C.
|lstext='''γαληνιάζω''': τῷ ἑπομ., Ἱππ. 361, 35, Φίλων 1. 276, Θεμίστ. 17Α·―παθ., ἀόρ. γαληνιασθῆναι Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. 43C.
}}
{{DGE
|dgtxt=(γᾰληνιάζω)<br />[[estar en calma]] el mar, Ph.1.146, en metáf. del gobernante que pilota la nave βασιλεὺς δὲ [[ἅτε]] νῷ κυβερνώμενος γ. ἀναγκάζει τὸν κλύδωνα τῆς ἡλικίας Them.<i>Or</i>.1.17a, fig. del alma y sus pasiones, Ph.1.276, 2.280, cf. en v. pas., Simp.<i>in Epict</i>.p.20.
}}
}}