δυσαρέστημα: Difference between revisions

big3_12
(6_21)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσαρέστημα''': τό, δυσάρεστον γεγονός, Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. Ἀνθολ. 546. 27.
|lstext='''δυσαρέστημα''': τό, δυσάρεστον γεγονός, Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. Ἀνθολ. 546. 27.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[malestar]], [[indisposición]] estomacal, Archig. en Gal.13.172, Gal.14.703, cf. Antyll. en Stob.4.37.15, Sor.1.7.31.
}}
}}