ἀπαιδευτότροπος: Difference between revisions

1
(6_18)
 
(1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαιδευτότροπος''': -ον, ὁ ἔχων τρόπους ἀπαιδεύτου, [[ἄγροικος]], [[σκαιός]], [[ἄκομψος]], πιθ. γρ. ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 600. 42 (ἀντὶ ἀναπαιδ.).
|lstext='''ἀπαιδευτότροπος''': -ον, ὁ ἔχων τρόπους ἀπαιδεύτου, [[ἄγροικος]], [[σκαιός]], [[ἄκομψος]], πιθ. γρ. ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 600. 42 (ἀντὶ ἀναπαιδ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαιδευτότροπος:''' невоспитанный, разнузданный ([[ἐξουσία]] Diod.).
}}
}}