ἁπαλόχροος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁπᾰλόχροος''': -ον, συνῃρημ. -χρους, ουν· [[μετὰ]] ἐτεροκλίτ. γεν. [[ἁπαλόχροος]], δοτ.-χροϊ, αἰτ. -χροα: ὁ ἔχων ἁπαλὸν δέρμα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 14, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 517, Θέογν. 1341 Bgk., Εὐρ. Ἑλ. 373 (λυρ.): ― [[ὡσαύτως]], ἁπαλόχρως, χρωτος, ὁ, ἡ, Α. Β. 18.
|lstext='''ἁπᾰλόχροος''': -ον, συνῃρημ. -χρους, ουν· [[μετὰ]] ἐτεροκλίτ. γεν. [[ἁπαλόχροος]], δοτ.-χροϊ, αἰτ. -χροα: ὁ ἔχων ἁπαλὸν δέρμα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 14, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 517, Θέογν. 1341 Bgk., Εὐρ. Ἑλ. 373 (λυρ.): ― [[ὡσαύτως]], ἁπαλόχρως, χρωτος, ὁ, ἡ, Α. Β. 18.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br />à la peau tendre <i>ou</i> délicate.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπαλός]], [[χρόα]].
}}
}}