3,273,006
edits
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀφθαλμός''': -οῦ, ὁ, (√ΟΠ, ὅπωπα, ὀφθῆναι, ἴδε ἐν λ. ὄψ Β)· - ὁ ὀφθαλμὸς ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «μάτι», ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ.· ὀφθαλμοὶ δ’ [[ὡσεὶ]] κέρα [[ἕστασαν]]... [[ἀτρέμας]] ἐν βλεφάροισι Ὀδ. Τ. 211· παίειν τινὰ ἐς τὸν ὀφθ. Ἡρόδ. 9. 22· - ὁ πληθ. ἐξηκολούθησε νὰ [[εἶναι]] συνηθέστατος, ἀλλ’ ἀπαντᾷ καὶ ὁ δυϊκ., [[οἷον]] ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 363. - Ὁ πληθ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐν πολλαῖς φράσεσιν, [[οἷον]], ἐλθεῖν ἐς ὀφθαλμούς τινος, ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Ἰλ. Ω. 204· ὀφθαλμούς τινος εἰσιέναι [[αὐτόθι]] 463· - ὀφθαλμοῖσι [[ἰδεῖν]], ὁρᾶν, κτλ., [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. κτλ.· [[ἀλλά]], ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶ, νοῶ, [[βλέπω]] ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μου, ὡς τὸ Λατ. in oculis, θαύμαζεν δ’ Ὀδυσῆα ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶσα Ὀδ. Θ. 459· [[ὄφρα]] μιν αὐτὸς ἐν ὀφθαλμοῖσι νοήσας Ἰλ. Ω. 312, κτλ.· ἔχω ἐν ὀφθ., ἔχω ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μου, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 29· τὰ ἐν ὀφθ., ὅ,τι [[εἶναι]] πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Πλάτ. Θεαίτ. 174C· τὸ ἐν τοῖς ὀφθ. δὴ γελοῖον, τὸ προφανῶς γελοῖον, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 452D οὕτω, ἐπίπροσθεν τῶν ὀφθ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 213Α· πρὸ τῶν ὀφθ. Αἰσχίν. 47. 41· ἐπ’ ὀφθαλμῶν Λουκ. Τόξ. 20· - γίνεσθαί τινι ἐξ ὀφθαλμῶν, ἀπέρχεσθαι ἀπ’ ἔμπροσθέν τινος, Ἡρόδ. 5. 106· ἐξ ὀφθ. ἀποπέμπειν ὁ αὐτ. 1. 120· ἐξ ὀφθ. ποιεῖν Ἀλκίφρων 3. 20· - κατ’ ὀφθαλμοὺς λέγειν τινί, κατὰ [[πρόσωπον]], ἀντίθετον τῷ εἰς οὖς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 626· κατ’ ὀφθαλμοὺς κατηγορεῖν τινος, κατηγορεῖν κατὰ [[πρόσωπον]], φανερῶς, Ξεν. Ἱέρ. 1. 14· - ἧτο σύνηθες ὡς καὶ νῦν ἔτι ἐν τῇ Μεσογείῳ νὰ ζωγραφῶσιν ὀφθαλμοὺς εἰς τὰς πρῴρας τῶν πλοίων, βλοσυροῖς κατὰ πρῷραν ὀφθαλμοῖς [[οἷον]] βλέπει Φιλόστρ. 792, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 86· [[ὅθεν]] τὸ σκῶμα ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 95· - πρβλ. [[ἐκκόπτω]]. ΙΙ. καθ’ ἑνικ., ὁ [[ὀφθαλμός]], ἐπὶ τοῦ κυριαρχοῦντος ἢ κυβερνῶντος ἢ ἐπὶ τοῦ δεσπότου, πάντα [[ταῦτα]] Διὸς ὀφθ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 265· ἔστιν Δίκης ὀφθ. ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ Μενάνδ. Μονόστιχα 179· δεσπότου ὀφθ. Ξεν. Οἰκ. 12, 20 - [[οὕτως]] ὁ βασιλεὺς καλεῖται, ὀθφ. οἴκων, Αἰσχύλ Χο. 934, πρβλ. Πέρσ. 169· καὶ ἐν Περσίᾳ ὀφθαλμοὶ βασιλέως, ἦσαν ἔμπιστοι κατάσκοποι τοῦ βασιλέως, δι’ ὧν ἔβλεπε τὰ γινόμενα ἀνὰ πᾶσαν τὴν χώραν ἧς ἦρχεν, Ἡρόδ. 1. 114, 100, Ἀριστοφ. Ἀχ. 92, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 10 κέξ., Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16, 12, ἴδε Stanl. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 980, Φίλων 1. 642, πρβλ. οὗς ἐν τῇ ἐφημερίδι τῆς Σινικῆς Κυβερνήσεως τοῦ 1834 ὁ [[ἐκεῖ]] ἀπεσταλμένος [[ἐπόπτης]] τῆς Μ. Βρεττανίας ἐκαλεῖτο: «[[βάρβαρος]] [[ὀφθαλμός]]». ΙΙΙ. ἑσπέρας ὀφθ., νυκτὸς ὀφθ., ἐπὶ τῆς σελήνης, Πινδ. Ο. 3. 36, Αἰσχύλ. Θήβ. 390· πρβλ. Blomf. ἐν τόπῳ (386), καὶ ἴδε [[ὄμμα]] ΙΙΙ. ΙV. τὸ ἀγαπητότατον καὶ ἄριστον [[πρᾶγμα]], ὡς ὁ ὀφθαλμὸς [[εἶναι]] τὸ πολυτιμότατον [[μέρος]] τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ ἀνθρώπων, ὀφθαλμὸς Σικελίας, στρατιᾶς (ὡς παρὰ Κατούλλῳ, insularum ocellus), Πινδ. Ο. 2. 18., 6. 27· [[ὡσαύτως]], φῶς, [[χαρά]], [[παρηγορία]], [[μέγας]] γ’ ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι Σοφ. Ο. Τ. 987, πρβλ. Εὐριπ. Ἀνδρ. 406, καὶ ἴδε [[ὄμμα]] IV, 2. V. ὁ [[ὀφθαλμός]], «’μμάτι», «μπουμποῦκι» δένδρου ἢ φυτοῦ. Ἴων 1. 6, Ξεν. Οἰκ. 19, 10, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 5, κτλ. VI [[εἶδος]] ἰχθύος, Ὀρειβάσ. σ. 42 Mai. VII. [[χειρουργικός]] τις [[ἐπίδεσμος]] οὕτω καλούμενος ἐκ τοῦ σχήματος [[αὐτοῦ]], Λατ. monoculus, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 742. VIII. πηγὴ ὕδατος, Βυζ. - Περὶ τῶν ἐκ τοῦ ὀφθαλμὸς συνθέτων ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 494 κἑξ. | |lstext='''ὀφθαλμός''': -οῦ, ὁ, (√ΟΠ, ὅπωπα, ὀφθῆναι, ἴδε ἐν λ. ὄψ Β)· - ὁ ὀφθαλμὸς ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «μάτι», ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ.· ὀφθαλμοὶ δ’ [[ὡσεὶ]] κέρα [[ἕστασαν]]... [[ἀτρέμας]] ἐν βλεφάροισι Ὀδ. Τ. 211· παίειν τινὰ ἐς τὸν ὀφθ. Ἡρόδ. 9. 22· - ὁ πληθ. ἐξηκολούθησε νὰ [[εἶναι]] συνηθέστατος, ἀλλ’ ἀπαντᾷ καὶ ὁ δυϊκ., [[οἷον]] ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 363. - Ὁ πληθ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐν πολλαῖς φράσεσιν, [[οἷον]], ἐλθεῖν ἐς ὀφθαλμούς τινος, ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Ἰλ. Ω. 204· ὀφθαλμούς τινος εἰσιέναι [[αὐτόθι]] 463· - ὀφθαλμοῖσι [[ἰδεῖν]], ὁρᾶν, κτλ., [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. κτλ.· [[ἀλλά]], ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶ, νοῶ, [[βλέπω]] ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μου, ὡς τὸ Λατ. in oculis, θαύμαζεν δ’ Ὀδυσῆα ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶσα Ὀδ. Θ. 459· [[ὄφρα]] μιν αὐτὸς ἐν ὀφθαλμοῖσι νοήσας Ἰλ. Ω. 312, κτλ.· ἔχω ἐν ὀφθ., ἔχω ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μου, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 29· τὰ ἐν ὀφθ., ὅ,τι [[εἶναι]] πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Πλάτ. Θεαίτ. 174C· τὸ ἐν τοῖς ὀφθ. δὴ γελοῖον, τὸ προφανῶς γελοῖον, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 452D οὕτω, ἐπίπροσθεν τῶν ὀφθ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 213Α· πρὸ τῶν ὀφθ. Αἰσχίν. 47. 41· ἐπ’ ὀφθαλμῶν Λουκ. Τόξ. 20· - γίνεσθαί τινι ἐξ ὀφθαλμῶν, ἀπέρχεσθαι ἀπ’ ἔμπροσθέν τινος, Ἡρόδ. 5. 106· ἐξ ὀφθ. ἀποπέμπειν ὁ αὐτ. 1. 120· ἐξ ὀφθ. ποιεῖν Ἀλκίφρων 3. 20· - κατ’ ὀφθαλμοὺς λέγειν τινί, κατὰ [[πρόσωπον]], ἀντίθετον τῷ εἰς οὖς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 626· κατ’ ὀφθαλμοὺς κατηγορεῖν τινος, κατηγορεῖν κατὰ [[πρόσωπον]], φανερῶς, Ξεν. Ἱέρ. 1. 14· - ἧτο σύνηθες ὡς καὶ νῦν ἔτι ἐν τῇ Μεσογείῳ νὰ ζωγραφῶσιν ὀφθαλμοὺς εἰς τὰς πρῴρας τῶν πλοίων, βλοσυροῖς κατὰ πρῷραν ὀφθαλμοῖς [[οἷον]] βλέπει Φιλόστρ. 792, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 86· [[ὅθεν]] τὸ σκῶμα ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 95· - πρβλ. [[ἐκκόπτω]]. ΙΙ. καθ’ ἑνικ., ὁ [[ὀφθαλμός]], ἐπὶ τοῦ κυριαρχοῦντος ἢ κυβερνῶντος ἢ ἐπὶ τοῦ δεσπότου, πάντα [[ταῦτα]] Διὸς ὀφθ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 265· ἔστιν Δίκης ὀφθ. ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ Μενάνδ. Μονόστιχα 179· δεσπότου ὀφθ. Ξεν. Οἰκ. 12, 20 - [[οὕτως]] ὁ βασιλεὺς καλεῖται, ὀθφ. οἴκων, Αἰσχύλ Χο. 934, πρβλ. Πέρσ. 169· καὶ ἐν Περσίᾳ ὀφθαλμοὶ βασιλέως, ἦσαν ἔμπιστοι κατάσκοποι τοῦ βασιλέως, δι’ ὧν ἔβλεπε τὰ γινόμενα ἀνὰ πᾶσαν τὴν χώραν ἧς ἦρχεν, Ἡρόδ. 1. 114, 100, Ἀριστοφ. Ἀχ. 92, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 10 κέξ., Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16, 12, ἴδε Stanl. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 980, Φίλων 1. 642, πρβλ. οὗς ἐν τῇ ἐφημερίδι τῆς Σινικῆς Κυβερνήσεως τοῦ 1834 ὁ [[ἐκεῖ]] ἀπεσταλμένος [[ἐπόπτης]] τῆς Μ. Βρεττανίας ἐκαλεῖτο: «[[βάρβαρος]] [[ὀφθαλμός]]». ΙΙΙ. ἑσπέρας ὀφθ., νυκτὸς ὀφθ., ἐπὶ τῆς σελήνης, Πινδ. Ο. 3. 36, Αἰσχύλ. Θήβ. 390· πρβλ. Blomf. ἐν τόπῳ (386), καὶ ἴδε [[ὄμμα]] ΙΙΙ. ΙV. τὸ ἀγαπητότατον καὶ ἄριστον [[πρᾶγμα]], ὡς ὁ ὀφθαλμὸς [[εἶναι]] τὸ πολυτιμότατον [[μέρος]] τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος· [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ ἀνθρώπων, ὀφθαλμὸς Σικελίας, στρατιᾶς (ὡς παρὰ Κατούλλῳ, insularum ocellus), Πινδ. Ο. 2. 18., 6. 27· [[ὡσαύτως]], φῶς, [[χαρά]], [[παρηγορία]], [[μέγας]] γ’ ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι Σοφ. Ο. Τ. 987, πρβλ. Εὐριπ. Ἀνδρ. 406, καὶ ἴδε [[ὄμμα]] IV, 2. V. ὁ [[ὀφθαλμός]], «’μμάτι», «μπουμποῦκι» δένδρου ἢ φυτοῦ. Ἴων 1. 6, Ξεν. Οἰκ. 19, 10, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 5, κτλ. VI [[εἶδος]] ἰχθύος, Ὀρειβάσ. σ. 42 Mai. VII. [[χειρουργικός]] τις [[ἐπίδεσμος]] οὕτω καλούμενος ἐκ τοῦ σχήματος [[αὐτοῦ]], Λατ. monoculus, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 742. VIII. πηγὴ ὕδατος, Βυζ. - Περὶ τῶν ἐκ τοῦ ὀφθαλμὸς συνθέτων ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 494 κἑξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> œil : ὀφθαλμοῖσιν <i>ou</i> [[ἐν]] ὀφθαλμοῖσιν [[ἰδεῖν]] IL voir de ses yeux, avoir sous les yeux ; τινος [[ἐς]] ὀφθαλμοὺς ἔρχεσθαι IL venir <i>ou</i> se mettre sous les yeux de qqn ; [[γενέσθαι]] τινὶ [[ἐξ]] ὀφθαλμῶν HDT s’éloigner de la vue de qqn ; <i>fig. en parl. d’une personne chère, d’une chose précieuse</i> δεσπότου [[ὀφθαλμός]] XÉN l’œil du maître ; βασιλέως [[ὀφθαλμός]] HDT, ESCHL, [[οἱ]] ὀφθαλμοί XÉN l’œil du grand-roi, les yeux du grand-roi <i>en parl. des inspecteurs qu’il envoyait dans les provinces ; cf.</i> [[οὖς]];<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> <i>en parl. de la lune</i>;<br /><b>2</b> œil <i>ou</i> bourgeon de certaines plantes.<br />'''Étymologie:''' R. Ὀπ, voir ; cf. [[ὄψομαι]], [[ὄσσε]], <i>lat.</i> oculus. | |||
}} | }} |