μηλόσπορος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηλόσπορος''': -ον, πεφυτευμένος μὲ μηλέας ἢ ὀπωροφόρα δένδρα, Εὐρ. Ἱππ. 742.
|lstext='''μηλόσπορος''': -ον, πεφυτευμένος μὲ μηλέας ἢ ὀπωροφόρα δένδρα, Εὐρ. Ἱππ. 742.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />planté de pommiers.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]², [[σπείρω]].
}}
}}