3,270,579
edits
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῡριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ παίζων τὴν σύριγγα (ἴδε σῦριγξ). [[αὐλητής]]. Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 43· [[ὡσαύτως]] συρικτής, Ἀριστ. Πρβλ. 18. 6, 1· Δωρικ. συρικτάς, Θεόκρ. 7. 28, Ἀνθ. Π. 6. 73, 237· καὶ συριστήρ, ῆρος, [[αὐτόθι]] 206. ΙΙ. «[[γέρανος]] ἄρρην» Ἡσύχ., πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1483. | |lstext='''σῡριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ παίζων τὴν σύριγγα (ἴδε σῦριγξ). [[αὐλητής]]. Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 43· [[ὡσαύτως]] συρικτής, Ἀριστ. Πρβλ. 18. 6, 1· Δωρικ. συρικτάς, Θεόκρ. 7. 28, Ἀνθ. Π. 6. 73, 237· καὶ συριστήρ, ῆρος, [[αὐτόθι]] 206. ΙΙ. «[[γέρανος]] ἄρρην» Ἡσύχ., πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1483. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />joueur de flûte <i>ou</i> de chalumeau.<br />'''Étymologie:''' [[συρίζω]]. | |||
}} | }} |