3,277,700
edits
(6_20) |
(4) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκχώννῠμαι''': παθ., ὑψοῦμαι δι’ ἐπισωρεύσεως χώματος, τῆς πόλιος ἐκκεχωσμένης [[ὑψοῦ]] Ἡρόδ. 2. 138˙ [[μάλιστα]] ἡ ἐν Βουβάστι [[πόλις]] ἐξεχώσθη, ἐκτίσθη ἐπὶ ὑψηλοῦ χώματος, [[αὐτόθι]] 137. ΙΙ. ἐπὶ κόλπου θαλάσσης, πληρουμένου διὰ τῆς ἰλύος ποταμοῦ, [[αὐτόθι]] 11. | |lstext='''ἐκχώννῠμαι''': παθ., ὑψοῦμαι δι’ ἐπισωρεύσεως χώματος, τῆς πόλιος ἐκκεχωσμένης [[ὑψοῦ]] Ἡρόδ. 2. 138˙ [[μάλιστα]] ἡ ἐν Βουβάστι [[πόλις]] ἐξεχώσθη, ἐκτίσθη ἐπὶ ὑψηλοῦ χώματος, [[αὐτόθι]] 137. ΙΙ. ἐπὶ κόλπου θαλάσσης, πληρουμένου διὰ τῆς ἰλύος ποταμοῦ, [[αὐτόθι]] 11. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκχώννῠμαι:''' παρακ. <i>-κέχωσμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐξεχώσθην</i> — Παθ., υψώνομαι πάνω σε [[ανάχωμα]] ή γήλοφο μέσω της συσώρευσης χώματος, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |