ἀμφράσσαιτο: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφράσσαιτο''': ποιητ. εὐκτ., ἀόρ. α΄ τοῦ [[ἀναφράζομαι]]. Ὀδ. Τ. 390.
|lstext='''ἀμφράσσαιτο''': ποιητ. εὐκτ., ἀόρ. α΄ τοῦ [[ἀναφράζομαι]]. Ὀδ. Τ. 390.
}}
{{bailly
|btext=v. [[ἀναφράζομαι]].
}}
}}