κόλπωμα: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόλπωμα''': τό, [[ἱμάτιον]] πτυχῶδες, [[οἷον]] ἐφόρουν οἱ βασιλεῖς ἐν τῇ Τραγωδίᾳ, Πλουτ. Μάρ. 25, πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 116, Κραμήρ. Ἀνέκ. Παρ. 1. 19.
|lstext='''κόλπωμα''': τό, [[ἱμάτιον]] πτυχῶδες, [[οἷον]] ἐφόρουν οἱ βασιλεῖς ἐν τῇ Τραγωδίᾳ, Πλουτ. Μάρ. 25, πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 116, Κραμήρ. Ἀνέκ. Παρ. 1. 19.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement ample et qui fait des plis.<br />'''Étymologie:''' [[κολπόω]].
}}
}}