πρόσπνευμα: Difference between revisions

35
(6_21)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσπνευμα''': τό, [[ὁρμή]], [[θυμός]], [[ὀργή]], Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. πνεύσας, [[ἔνθα]] «προσπνεύματι = ὀργίλως».
|lstext='''πρόσπνευμα''': τό, [[ὁρμή]], [[θυμός]], [[ὀργή]], Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. πνεύσας, [[ἔνθα]] «προσπνεύματι = ὀργίλως».
}}
{{grml
|mltxt=-εύματος, τὸ, Α [[προσπνέω]]<br />[[ενθουσιασμός]], [[ορμή]].
}}
}}