ὑπηρέτημα: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπηρέτημα''': τό, ἡ γενομένη [[ὑπηρεσία]], Λατ. officium, Ἀντιφῶν 113. 10, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 106Β, κ. ἀλλ.· ποδῶν ὑπ. Σοφ. Ἠλ. 1358.
|lstext='''ὑπηρέτημα''': τό, ἡ γενομένη [[ὑπηρεσία]], Λατ. officium, Ἀντιφῶν 113. 10, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 106Β, κ. ἀλλ.· ποδῶν ὑπ. Σοφ. Ἠλ. 1358.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />service, bon office, assistance.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπηρετέω]].
}}
}}