3,274,313
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀψώνιον''': τό, ζωοτροφίαι ἢ χρήματα πρὸς ἀγορὰν αὐτῶν, Λατ. obsonium, πρῶτον παρὰ Μενάνδρ. (ἐν Ἀδήλ. 447)· ᾔτησεν εἰς [[ὀψώνιον]] τριώβολον Θουγενίδης ἐν Ἀδήλ. 1· ― ἀκολούθως, ζωοτροφίαι καὶ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 67, 1., 6. 39, 12· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 3. 25, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 106· ― μεταφορ., ὀψώνια ἁμαρτίας, ὁ [[μισθός]], ἡ [[ἀνταμοιβὴ]] τῆς ἁμαρτίας, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ςϳ, 23. ― Τὴν λέξιν ἀποδοκιμάζουσιν οἱ ἀττικίζοντες, Φρύνιχ. σ. 418. | |lstext='''ὀψώνιον''': τό, ζωοτροφίαι ἢ χρήματα πρὸς ἀγορὰν αὐτῶν, Λατ. obsonium, πρῶτον παρὰ Μενάνδρ. (ἐν Ἀδήλ. 447)· ᾔτησεν εἰς [[ὀψώνιον]] τριώβολον Θουγενίδης ἐν Ἀδήλ. 1· ― ἀκολούθως, ζωοτροφίαι καὶ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 67, 1., 6. 39, 12· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 3. 25, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 106· ― μεταφορ., ὀψώνια ἁμαρτίας, ὁ [[μισθός]], ἡ [[ἀνταμοιβὴ]] τῆς ἁμαρτίας, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ςϳ, 23. ― Τὴν λέξιν ἀποδοκιμάζουσιν οἱ ἀττικίζοντες, Φρύνιχ. σ. 418. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />approvisionnement de vivres <i>ou</i> d’argent.<br />'''Étymologie:''' [[ὄψον]], ὠνέω. | |||
}} | }} |