3,274,216
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκευοποίημα''': τό, ἐν τῷ πληθ., τὸ [[προσωπεῖον]] καὶ τὰ ἐνδύματα τραγικοῦ ὑποκριτοῦ, Πλουτ. Κράσσ. 33. II. [[παιγνίδιον]], [[τέχνασμα]], [[δόλος]], [[πανουργία]], Ὑπερείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 15. | |lstext='''σκευοποίημα''': τό, ἐν τῷ πληθ., τὸ [[προσωπεῖον]] καὶ τὰ ἐνδύματα τραγικοῦ ὑποκριτοῦ, Πλουτ. Κράσσ. 33. II. [[παιγνίδιον]], [[τέχνασμα]], [[δόλος]], [[πανουργία]], Ὑπερείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />costume d’un acteur tragique.<br />'''Étymologie:''' [[σκευοποιός]]. | |||
}} | }} |