κατάχαρμα: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάχαρμα''': τό, ἀντικείμενον χαρᾶς, [[περίγελως]], Λατ. ludibrium, ἐχθροῖς, ἐφ’ ᾧ καταχαίρουσιν οἱ ἐχθροί, Θέογν. 1107.
|lstext='''κατάχαρμα''': τό, ἀντικείμενον χαρᾶς, [[περίγελως]], Λατ. ludibrium, ἐχθροῖς, ἐφ’ ᾧ καταχαίρουσιν οἱ ἐχθροί, Θέογν. 1107.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sujet de joie ; <i>en mauv. part</i> jouet de, objet de moquerie.<br />'''Étymologie:''' [[καταχαίρω]].
}}
}}