3,274,216
edits
(6_23) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνουσία''': Ἰων. -ίη, ἡ· (συνών, συνοῦσα μετοχ. τοῦ [[σύνειμι]])· ― τὸ [[εἶναι]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], [[μάλιστα]] [[χάρις]] εὐωχίας ἢ συνομιλίας, [[συναναστροφή]], [[σχέσις]], [[κοινωνία]], [[συνομιλία]], Ἡρόδ. 6. 128, Αἰσχύλ. Εὐμ. 285, Σοφ. Ο. Κ. 648, κτλ.· κομψὸς ἐν συνουσίᾳ Ἀριστοφ. Νεφ. 649· σ. τινός, συναναστροφὴ μετά τινος, σοφοὶ τύραννοι τῶν σοφῶν ξυνουσίᾳ Σοφ. Ἀποσπ. 12, πρβλ. Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 289· γυναικῶν σ. ([[μετὰ]] παλαιᾶς ἐπὶ τῆς σημ. 4), ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 110· ἡ τοῦ θεοῦ σ., [[κοινωνία]] [[μετὰ]] τοῦ…, Πλάτ. Φαίδων 83D· ἡ σὴ ξ., ἡ [[μετὰ]] σοῦ [[σχέσις]], [[συναναστροφή]], ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 318Α· ἡ τῶν καλῶν σ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 838Α, κτλ. κτλ.· οὕτω, τῆς νόσου ξυνουσία, [[ἕνεκα]] μακρᾶς [[μετὰ]] τῆς νόσου σχέσεως, Σοφ. Φιλ. 520· [[ὡσαύτως]], ἡ πρὸς Σωκράτην σ. αὐτοῖν, ἡ [[σχέσις]], ἡ συναναστροφὴ αὐτῶν [[μετὰ]] τοῦ Σωκράτους, Ξενοφ. Ἀπομν. 1. 2. 13· προϊούσης τῆς ξ., καθὼς ἡ [[συνομιλία]] προέβαινε, Πλάτ. Θεαίτ. 150D· σ. ποιεῖσθαι, ἔχειν συνομιλίαν, συναναστροφήν, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 217D, Συμπ. 176Ε, κ. ἀλλ.· σ. συγγενέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 672D· τὴν σ. διαλῦσοι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 201C· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἀποσπ. 325, Ἰσοκρ 49Ε, [[συχν]]. παρὰ Πλάτ.· ξυνουσίαι θηρῶν, = οἱ ξυνόντες θῆρες, Σοφ. Φιλ. 936. 2) οὐ [[λόγος]]..., ἀλλὰ τῇ ξυνουσίᾳ, διὰ συνεχοῦς συναναστροφῆς, σχέσεως, Σοφ. Ο. Κ. 63. 3) [[ἀκρόασις]] τῶν μαθημάτων διδασκάλου, μισθὸς τῆς σ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 60, πρβλ. 6. 11· ἡ περὶ γράμματα σ. τῶν μανθανόντων Πλάτ. Πολιτικ. 285C 4) σαρκικὴ [[μῖξις]], Λατ. coïtus, διάφορ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 31, κτλ.· ἡ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ξ. Πλάτ. Συμπ. 206Ε· ἀνδρῶν Ξεν. Οἰκ. 9, 11· ἡ [[πρός]] τινα σ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 7· ἡ τῶν ἀφροδισίων σ. Πλάτ. Συμπ. 206C· ἡ τῆς παιδογονίας ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 838Ε· ― ἐπὶ ζῴων, ζευγάρωμα, [[ὀχεία]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. [[σύνειμι]] ΙΙ. 2. ΙΙ. ὡς συγκεκριμένον, «[[συναναστροφή]]», δηλ. οἱ ἀποτελοῦντες τὴν συναναστροφήν, ἡ «συντροφιὰ» ἢ «παρέα», Ἡρόδ. 2. 78, Πλάτ., κλπ.· ἡ ἐν οἴνῳ σ., = [[συμπόσιον]], ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 652Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 9Α· καὶ ἀπολ., ὁ αὐτ. περὶ Ἀντιδ. § 305· αἱ σοφαὶ ξυνουσίαι, συναναστροφαὶ πεπαιδευμένων, conversazioni, Ἀριστοφ. Θεσμ. 21· εἰς τὰς σ. ... παραλαμβάνουσι τὴν μουσικὴν Ἀριστ. Πολιτ. 8. 5, 11. | |lstext='''συνουσία''': Ἰων. -ίη, ἡ· (συνών, συνοῦσα μετοχ. τοῦ [[σύνειμι]])· ― τὸ [[εἶναι]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], [[μάλιστα]] [[χάρις]] εὐωχίας ἢ συνομιλίας, [[συναναστροφή]], [[σχέσις]], [[κοινωνία]], [[συνομιλία]], Ἡρόδ. 6. 128, Αἰσχύλ. Εὐμ. 285, Σοφ. Ο. Κ. 648, κτλ.· κομψὸς ἐν συνουσίᾳ Ἀριστοφ. Νεφ. 649· σ. τινός, συναναστροφὴ μετά τινος, σοφοὶ τύραννοι τῶν σοφῶν ξυνουσίᾳ Σοφ. Ἀποσπ. 12, πρβλ. Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 289· γυναικῶν σ. ([[μετὰ]] παλαιᾶς ἐπὶ τῆς σημ. 4), ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 110· ἡ τοῦ θεοῦ σ., [[κοινωνία]] [[μετὰ]] τοῦ…, Πλάτ. Φαίδων 83D· ἡ σὴ ξ., ἡ [[μετὰ]] σοῦ [[σχέσις]], [[συναναστροφή]], ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 318Α· ἡ τῶν καλῶν σ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 838Α, κτλ. κτλ.· οὕτω, τῆς νόσου ξυνουσία, [[ἕνεκα]] μακρᾶς [[μετὰ]] τῆς νόσου σχέσεως, Σοφ. Φιλ. 520· [[ὡσαύτως]], ἡ πρὸς Σωκράτην σ. αὐτοῖν, ἡ [[σχέσις]], ἡ συναναστροφὴ αὐτῶν [[μετὰ]] τοῦ Σωκράτους, Ξενοφ. Ἀπομν. 1. 2. 13· προϊούσης τῆς ξ., καθὼς ἡ [[συνομιλία]] προέβαινε, Πλάτ. Θεαίτ. 150D· σ. ποιεῖσθαι, ἔχειν συνομιλίαν, συναναστροφήν, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 217D, Συμπ. 176Ε, κ. ἀλλ.· σ. συγγενέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 672D· τὴν σ. διαλῦσοι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 201C· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἀποσπ. 325, Ἰσοκρ 49Ε, [[συχν]]. παρὰ Πλάτ.· ξυνουσίαι θηρῶν, = οἱ ξυνόντες θῆρες, Σοφ. Φιλ. 936. 2) οὐ [[λόγος]]..., ἀλλὰ τῇ ξυνουσίᾳ, διὰ συνεχοῦς συναναστροφῆς, σχέσεως, Σοφ. Ο. Κ. 63. 3) [[ἀκρόασις]] τῶν μαθημάτων διδασκάλου, μισθὸς τῆς σ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 60, πρβλ. 6. 11· ἡ περὶ γράμματα σ. τῶν μανθανόντων Πλάτ. Πολιτικ. 285C 4) σαρκικὴ [[μῖξις]], Λατ. coïtus, διάφορ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 31, κτλ.· ἡ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ξ. Πλάτ. Συμπ. 206Ε· ἀνδρῶν Ξεν. Οἰκ. 9, 11· ἡ [[πρός]] τινα σ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 7· ἡ τῶν ἀφροδισίων σ. Πλάτ. Συμπ. 206C· ἡ τῆς παιδογονίας ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 838Ε· ― ἐπὶ ζῴων, ζευγάρωμα, [[ὀχεία]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. [[σύνειμι]] ΙΙ. 2. ΙΙ. ὡς συγκεκριμένον, «[[συναναστροφή]]», δηλ. οἱ ἀποτελοῦντες τὴν συναναστροφήν, ἡ «συντροφιὰ» ἢ «παρέα», Ἡρόδ. 2. 78, Πλάτ., κλπ.· ἡ ἐν οἴνῳ σ., = [[συμπόσιον]], ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 652Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 9Α· καὶ ἀπολ., ὁ αὐτ. περὶ Ἀντιδ. § 305· αἱ σοφαὶ ξυνουσίαι, συναναστροφαὶ πεπαιδευμένων, conversazioni, Ἀριστοφ. Θεσμ. 21· εἰς τὰς σ. ... παραλαμβάνουσι τὴν μουσικὴν Ἀριστ. Πολιτ. 8. 5, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> existence en commun, <i>d’où</i><br /><b>1</b> relations habituelles, fréquentation, société ; ἡ [[τοῦ]] θείου [[συνουσία]] PLAT la fréquentation de la divinité ; ἡ πρὸς Σωκράτην [[συνουσία]] XÉN la fréquentation de Socrate ; <i>fig.</i> νόσου [[συνουσία]] SOPH l’habitude de la maladie, <i>litt.</i> le commerce habituel avec la maladie ; fréquentation d’un maître;<br /><b>2</b> commerce intime, union;<br /><b>II.</b> réunion, société, compagnie.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εἰμί]]. | |||
}} | }} |