Anonymous

ἀμάλλιον: Difference between revisions

From LSJ
3
(6_22)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμάλλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἄμαλλα]], Εὐστ. 1162. 29, «[[σχοινίον]] ἐν ᾧ δεσμεύουσι τὰς ἀμάλλας, τὸ νῦν οὐλόδετον», Ἐτυμ. Μ. 76. 6, ἐν λέξει ἀμαλλεύει.
|lstext='''ἀμάλλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἄμαλλα]], Εὐστ. 1162. 29, «[[σχοινίον]] ἐν ᾧ δεσμεύουσι τὰς ἀμάλλας, τὸ νῦν οὐλόδετον», Ἐτυμ. Μ. 76. 6, ἐν λέξει ἀμαλλεύει.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμάλλιον]], το (Μ) [[ἄμαλλα]]<br />το [[αμαλλείον]].
}}
}}