καρπεύω: Difference between revisions

19
(6_23)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρπεύω''': καρποῦμαί τι, κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κατέχειν ἢ κεκτῆσθαι, καρπεύειν ἀγαθὴν καὶ πλείστην χώραν Ὑπερδείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ', 149, Συλλ. Ἐπιγρ. 1840, κ. ἀλλ., Πολύβ. 10. 28, 3.
|lstext='''καρπεύω''': καρποῦμαί τι, κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κατέχειν ἢ κεκτῆσθαι, καρπεύειν ἀγαθὴν καὶ πλείστην χώραν Ὑπερδείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ', 149, Συλλ. Ἐπιγρ. 1840, κ. ἀλλ., Πολύβ. 10. 28, 3.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[καρπεύω]]) [[[καρπός]] (Ι)]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[παράγω]] καρπούς («οι πορτοκαλιές έχουν καρπέψει»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκομίζω]] τον καρπό<br /><b>2.</b> [[επωφελούμαι]] από κάποιον.
}}
}}