3,274,314
edits
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλαυχέω''': καυχῶμαι [[μεγάλως]], ὁμιλῶ κομπορρημόνως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1528, Ἀνθ. Π. 5. 273· - τὸ πλεῖστον ἐν μέσ. τύπῳ, καυχῶμαι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 104C, Πολ. 395D· ἐπί τινι, ἔν τινι Πολύβ. 12. 13, 10, κτλ.· διά τι Διόδ. 15. 16· - ῥημ. ἐπίθ. -ητέον, Φίλων 2. 217. | |lstext='''μεγᾰλαυχέω''': καυχῶμαι [[μεγάλως]], ὁμιλῶ κομπορρημόνως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1528, Ἀνθ. Π. 5. 273· - τὸ πλεῖστον ἐν μέσ. τύπῳ, καυχῶμαι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 104C, Πολ. 395D· ἐπί τινι, ἔν τινι Πολύβ. 12. 13, 10, κτλ.· διά τι Διόδ. 15. 16· - ῥημ. ἐπίθ. -ητέον, Φίλων 2. 217. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être orgueilleux, se vanter.<br />'''Étymologie:''' [[μεγάλαυχος]]. | |||
}} | }} |