λοίσθων: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
(6_22)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοίσθων''': -ωνος, ὁ, ὁ ἀκρατὴς περὶ τὰ ἀφροδίσια, Ἡσύχ.
|lstext='''λοίσθων''': -ωνος, ὁ, ὁ ἀκρατὴς περὶ τὰ ἀφροδίσια, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λοίσθων]], -ωνος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λοίσθωνας]]<br />τοὺς ἀκρατεῑς περὶ τὰ ἀφροδίσια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. παρ. του <i>λοῑσθος</i> (I)].
}}
}}

Revision as of 14:30, 7 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

λοίσθων: -ωνος, ὁ, ὁ ἀκρατὴς περὶ τὰ ἀφροδίσια, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λοίσθων, -ωνος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λοίσθωνας
τοὺς ἀκρατεῑς περὶ τὰ ἀφροδίσια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ. του λοῑσθος (I)].