3,273,757
edits
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιλύω''': λύω, λύνω, τὰ δεσμὰ οἱ ἐπιλῦσαι Θεόκρ. 30. 42· λύω [[πρός]] τινα σκοπόν, ἐὰν [[ὁμόθεν]]... πρὸς τὸν δρόμον ἐπιλύῃ (τὰς κύνας) Ξεν. Κυν. 7, 8· [[καθόλου]], ἀπελευθερῶ, [[ἀπολύω]] ἐπί τινι, τοὺς ἐν τῇ εἱρκτῇ κακούργους ἐπιλῦσαι τῷ πολέμῳ Λουκ. Παρασ. 50· καὶ ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ἀλλ’ οὐδὲν αὐτοὺς ἐπιλύεται ἡ [[ἡλικία]], ἐκ τοῦ μὴ οὐχὶ ἀγανακτεῖν, ἀλλ’ [[οὐδαμῶς]] ἀπαλλάττει αὐτοὺς ἡ [[ἡλικία]] ἐκ τοῦ νὰ ἀγανακτῶσι, δηλ. δὲν ἀπαλλάσσει αὐτοὺς τῆς ἀγανακτήσεως, Πλάτ. Κρίτων 43C· ἐπιλύεσθαι ἐπιστολάς, ἀνοίγειν αὐτάς, Ἡρῳδιαν. 4. 12, 8. 2) λύω, [[ἑρμηνεύω]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 164, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 246· οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, Ἀθήν. 450F, κ. ἀλλ. 3) ἀναιρῶ κατηγορίαν, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 30. ΙΙ. Μέσ. μέλλ. [[μετὰ]] παθ. σημασ., χάνω τὴν δύναμίν μου, δὲν ἔχω πλέον ἰσχύν, τοὺς μὲν ἐπιλύσεσθαι, ἐκείνους δὲ μεῖζον δυνήσεσθαι Λυσ. 25. 33, [[ἔνθα]] ἐν τῇ ἔκδ. τοῦ Wertermann φέρετια ὑποδύσεσθαι. | |lstext='''ἐπιλύω''': λύω, λύνω, τὰ δεσμὰ οἱ ἐπιλῦσαι Θεόκρ. 30. 42· λύω [[πρός]] τινα σκοπόν, ἐὰν [[ὁμόθεν]]... πρὸς τὸν δρόμον ἐπιλύῃ (τὰς κύνας) Ξεν. Κυν. 7, 8· [[καθόλου]], ἀπελευθερῶ, [[ἀπολύω]] ἐπί τινι, τοὺς ἐν τῇ εἱρκτῇ κακούργους ἐπιλῦσαι τῷ πολέμῳ Λουκ. Παρασ. 50· καὶ ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ἀλλ’ οὐδὲν αὐτοὺς ἐπιλύεται ἡ [[ἡλικία]], ἐκ τοῦ μὴ οὐχὶ ἀγανακτεῖν, ἀλλ’ [[οὐδαμῶς]] ἀπαλλάττει αὐτοὺς ἡ [[ἡλικία]] ἐκ τοῦ νὰ ἀγανακτῶσι, δηλ. δὲν ἀπαλλάσσει αὐτοὺς τῆς ἀγανακτήσεως, Πλάτ. Κρίτων 43C· ἐπιλύεσθαι ἐπιστολάς, ἀνοίγειν αὐτάς, Ἡρῳδιαν. 4. 12, 8. 2) λύω, [[ἑρμηνεύω]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 164, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 246· οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, Ἀθήν. 450F, κ. ἀλλ. 3) ἀναιρῶ κατηγορίαν, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 30. ΙΙ. Μέσ. μέλλ. [[μετὰ]] παθ. σημασ., χάνω τὴν δύναμίν μου, δὲν ἔχω πλέον ἰσχύν, τοὺς μὲν ἐπιλύσεσθαι, ἐκείνους δὲ μεῖζον δυνήσεσθαι Λυσ. 25. 33, [[ἔνθα]] ἐν τῇ ἔκδ. τοῦ Wertermann φέρετια ὑποδύσεσθαι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> délier, détacher ; <i>p. ext.</i> libérer, relâcher;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> relâcher, dissoudre ; <i>Pass.</i> perdre sa force, devenir impuissant;<br /><b>2</b> résoudre, expliquer ; <i>particul.</i> réfuter (une accusation);<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπιλύομαι délier : οὐδὲν ἐπιλύεσθαί τινα τὸ μὴ [[οὐχί]] avec l’inf. PLAT ne pas délivrer qqn de, ne pas empêcher qqn de, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λύω]]. | |||
}} | }} |