Anonymous

ἐνσκίμπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνσκίμπτω''': καὶ ποιητ. ἐνισκίμπτω, Ἐπικ. καὶ λυρ. [[τύπος]] τοῦ [[ἐνσκήπτω]], χαμηλώνω, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα «ἐμπελάσαντες» (Σχόλ), ἐπὶ ἵππων κλινόντων θλιβερῶς τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ ἡνιόχου, Ἰλ. Π. 437· [[ἐμβάλλω]], εἴ κεν ἐνισκίμψῃς κούρῃ [[βέλος]] Αἰήταο, «ἐνεργήσῃς, ἐπιβάλῃς» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 153, πρβλ. Δ. 113. - Παθ., ἐμπήγομαι, [[δόρυ]] οὔδει ἐνεσκίμφθη Ἰλ. Π. 612, Ρ. 527. ΙΙ. [[ἐξακοντίζω]] [[ἐναντίον]] τινός, κεραυνὸς ἐνέσκιμψε [[μόρον]] Πίνδ. Π. 3. 105 (διάφ. γραφ. ἐνέσκηψε)· ὁππότ’ ἀνίας... πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν ἔρωτες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 765.
|lstext='''ἐνσκίμπτω''': καὶ ποιητ. ἐνισκίμπτω, Ἐπικ. καὶ λυρ. [[τύπος]] τοῦ [[ἐνσκήπτω]], χαμηλώνω, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα «ἐμπελάσαντες» (Σχόλ), ἐπὶ ἵππων κλινόντων θλιβερῶς τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ ἡνιόχου, Ἰλ. Π. 437· [[ἐμβάλλω]], εἴ κεν ἐνισκίμψῃς κούρῃ [[βέλος]] Αἰήταο, «ἐνεργήσῃς, ἐπιβάλῃς» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 153, πρβλ. Δ. 113. - Παθ., ἐμπήγομαι, [[δόρυ]] οὔδει ἐνεσκίμφθη Ἰλ. Π. 612, Ρ. 527. ΙΙ. [[ἐξακοντίζω]] [[ἐναντίον]] τινός, κεραυνὸς ἐνέσκιμψε [[μόρον]] Πίνδ. Π. 3. 105 (διάφ. γραφ. ἐνέσκηψε)· ὁππότ’ ἀνίας... πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν ἔρωτες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 765.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐνισκίμπτω]];<br /><i>ao.</i> ἐνέσκιμψα, <i>ao. Pass. 3ᵉ sg. poét.</i> ἐνισκίμφθη;<br />appuyer sur : [[τί]] τινι une chose sur une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], σκίμπτω.
}}
}}