3,273,769
edits
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui cède volontiers, accommodant ; τὸ παραχωρητικόν complaisance.<br />'''Étymologie:''' [[παραχωρέω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui cède volontiers, accommodant ; τὸ παραχωρητικόν complaisance.<br />'''Étymologie:''' [[παραχωρέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[παραχωρητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[παραχωρώ]]<br />αυτός που αναφέρεται στην [[παραχώρηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «παραχωρητικές προτάσεις» — προτάσεις που σημαίνουν [[παραχώρηση]], ενδοτικές ή εναντιωματικές προτάσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει την [[τάση]] να κάνει παραχωρήσεις, [[ενδοτικός]], [[υποχωρητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ληφθεί ή εκτελεστεί με την [[προοπτική]] παράδοσης στον διάδικο ή στον αντίπαλο (α. «παραχωρητικὴ [[ὁμολογία]]» β. «παραχωρητικὸν [[ἀργύριον]], [[διεγγύημα]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παραχωρητικόν</i><br />η [[ιδιότητα]] εκείνου ο [[οποίος]] [[είναι]] [[παραχωρητικός]], η [[υποχωρητικότητα]], η [[ενδοτικότητα]]. | |||
}} | }} |