σύννοος: Difference between revisions

6
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />qui réfléchit, pensif, méditatif.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[νόος]].
|btext=οος, οον;<br />qui réfléchit, pensif, méditatif.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[νόος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύννοος:''' -ον, Αττ. συνηρ. -[[νους]], <i>-ουν</i>·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που είναι βυθισμένος σε [[βαθιά]] [[περισυλλογή]], [[στοχαστικός]], [[σκεπτικός]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[περίσκεψη]], συλλογισμένος, σε Αριστ.
}}
}}