ζωάγριος: Difference between revisions

16
(Bailly1_2)
(16)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne la vie sauve :<br /><b>1</b> <i>subst.</i> τὰ ζωάγρια rançon de la vie (payée au vainqueur qui laisse la vie sauve <i>ou</i> à celui qui sauve la vie) : ζωάγρια τίνειν IL acquitter une rançon en échange de la vie sauve ; ζωάγρια δῶρα HDT présents au vainqueur qui laisse la vie sauve <i>ou</i> à celui qui sauve la vie ; ζωάγρια ὀφέλλειν OD être redevable d’une rançon pour la vie sauve ; ἀποθύειν ÉL offrir un sacrifice pour obtenir <i>ou</i> avoir obtenu la vie sauve;<br /><b>2</b> <i>adj.</i> offert pour la vie sauve : ζωάγριοι χάριτες BABR actions de grâce pour la vie sauve.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[ἀγρεύω]].
|btext=α, ον :<br />qui concerne la vie sauve :<br /><b>1</b> <i>subst.</i> τὰ ζωάγρια rançon de la vie (payée au vainqueur qui laisse la vie sauve <i>ou</i> à celui qui sauve la vie) : ζωάγρια τίνειν IL acquitter une rançon en échange de la vie sauve ; ζωάγρια δῶρα HDT présents au vainqueur qui laisse la vie sauve <i>ou</i> à celui qui sauve la vie ; ζωάγρια ὀφέλλειν OD être redevable d’une rançon pour la vie sauve ; ἀποθύειν ÉL offrir un sacrifice pour obtenir <i>ou</i> avoir obtenu la vie sauve;<br /><b>2</b> <i>adj.</i> offert pour la vie sauve : ζωάγριοι χάριτες BABR actions de grâce pour la vie sauve.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[ἀγρεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ζωάγριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σώζει τη ζωή κάποιου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ζωαγρίους χάριτας [[ὀφλισκάνω]]» — [[οφείλω]] [[ευγνωμοσύνη]] για τη [[σωτηρία]] της ζωής μου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ζωάγριον]]<br />η [[θυσία]] που προσφέρεται για τη [[σωτηρία]] κάποιου<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά [[ζωαγρία]] και [[ζώγρια]]<br />α) [[αμοιβή]], [[λύτρα]] για τη [[σωτηρία]] της ζωής κάποιου<br />β) θυσίες που προσφέρονταν στον Ασκληπιό ή άλλους θεούς για τη [[διάσωση]] από μιαν [[ασθένεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αρχ. τ. [[είναι]] [[ζωάγρια]], που [[είναι]] σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] <i>ζωόν αγρείν</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ια</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδρ</i>-<i>άγρια</i>, <i>μοιχ</i>-<i>άγρια</i>). Από τον τ. [[ζωάγρια]] σχηματίστηκε το μετονοματικό ρ. [[ζωγρώ]], το οποίο στον Όμηρο απαντά μόνο στον ενεστ., ενώ στην ιων.-αττ. απαντά και στον αόριστο (<i>εζώγρησα</i>, <i>εζωγρήθην</i>). Τα ουσ. [[ζωγρία]] και [[ζωγρείον]] [[είναι]] παράγωγα μεταρρηματικά του [[ζωγρώ]]].
}}
}}