συνδράω: Difference between revisions

6
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire avec, aider à faire.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δράω]].
|btext=-ῶ :<br />faire avec, aider à faire.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δράω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνδράω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], [[πράττω]] από κοινού, [[μετέχω]] στην [[επίτευξη]] κάποιου πράγματος, [[συμπράττω]], [[συνεργώ]], σε Σοφ., Θουκ.· [[συνδράω]] τί τινι, σε Ευρ.· [[ξυνδράω]] [[αἷμα]] καὶ φόνον, [[συμμετέχω]] στην [[αιματοχυσία]] και τον φόνο, στον ίδ.· τὸ συνδρῶν [[χρέος]], [[κοινή]] [[ανάγκη]], κοινό [[χρέος]], στον ίδ.
}}
}}