ἐξανοίγω: Difference between revisions

big3_15
(Bailly1_2)
(big3_15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ouvrir entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀνοίγω]].
|btext=ouvrir entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀνοίγω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[abrir]] τὰ στόματα (τῶν ὑστερέων) μαλθακῶς ἐξανοίγειν Hp.<i>Mul</i>.1.68, cf. Ath.Al.M.28.980C, τοῦτο (τὸ [[διάφραγμα]]) D.S.1.33, τὴν θύραν καὶ τὰς θρίδας ... χρὴ πάντοθεν ἐξανοίξαντα εἰσεᾶσαι φῶς τε καὶ ἀέρα <i>Gp</i>.15.2.27, en v. pas. εἰ μὴ ταχὺ μὲν ἐξανοίγοιτο τὰ στόμια τῶν διωρύγων Str.16.1.10, cf. Diad.<i>Perf</i>.70, ὅταν ... τοῖς ὑποτόνοις ἐξανοίχθῃ τὸ κατασκεύασμα τῆς ἐξαιρίτιδος Ath.Mech.36.9<br /><b class="num">•</b>fig. [[destapar]], [[poner en acción]] ἐξάνοιγε μηχανὰς τὰς Σισύφου despliega las artimañas de Sísifo</i> Ar.<i>Ach</i>.391.<br /><b class="num">2</b> en perf. med. [[estar abierto]], [[estar despejado]] οἱ μὲν ὑψηλοὶ τῶν τόπων εἰσὶ ... εὐπνούστεροι ... διὰ τὸ πανταχόθεν ἐξανεῷχθαι los lugares más altos están más aireados al estar abiertos por todas partes</i> Ath.Med. en Orib.9.12.1.
}}
}}