στρεφεδινέω: Difference between revisions

6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire tourner ; <i>Pass. (3ᵉ pl. ao. épq.</i> στρεφεδίνηθεν) tournoyer.<br />'''Étymologie:''' [[στρέφω]], [[δινέω]].
|btext=-ῶ :<br />faire tourner ; <i>Pass. (3ᵉ pl. ao. épq.</i> στρεφεδίνηθεν) tournoyer.<br />'''Étymologie:''' [[στρέφω]], [[δινέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στρεφεδῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, περιδινίζω ή [[περιστρέφω]] [[κάτι]] — Παθ., [[ὄσσε]] οἱ στρεφεδίνηθεν (αντί <i>-νήθησαν</i>), τα μάτια του περιστρέφονταν [[ολόγυρα]], λέγεται για άνθρωπο που έχει ζαλιστεί από [[χτύπημα]] στον αυχένα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}