θαλασσοπόρος: Difference between revisions

16
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui traverse la mer.<br />'''Étymologie:''' [[θάλασσα]], πορεύομαι.
|btext=ος, ον :<br />qui traverse la mer.<br />'''Étymologie:''' [[θάλασσα]], πορεύομαι.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[θαλασσοπόρος]])<br />αυτός που πλέει διά μέσου της θάλασσας, ο [[ποντοπόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πλέει σε άγνωστες θάλασσες (ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Βάσκου δα Γκάμα <b>κ.ά.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οδοι</i>-[[πόρος]], <i>πρωτο</i>-[[πόρος]].
}}
}}