προσεδρεία: Difference between revisions

34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />siège d’une ville.<br />'''Étymologie:''' [[προσεδρεύω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />siège d’une ville.<br />'''Étymologie:''' [[προσεδρεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=και ποιητ. τ. [[προσεδρία]], ἡ, ΜΑ [[προσεδρεύω]]<br /><b>1.</b> το να κάθεται, το να παραμένει [[κανείς]] [[κοντά]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[πολιορκία]], [[αποκλεισμός]] («οἱ Ἀθηναῑοι τρυχόμενοι τῇ προσεδρίᾳ ἀπῆλθον οἱ πολλοί», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαρκής]] [[προσοχή]], [[συνεχής]] [[προσπάθεια]], [[μεγάλη]] [[επιμέλεια]] για [[κάτι]] (α. «[[μετὰ]] τοὺς μυρίους πόνους καί... τὴν ἐν [[τεσσαράκοντα]] ἔτεσι προσεδρείαν», Ιωάνν. Χρυσ.<br />β. «τῶν πραγμάτων πολλῆς προσεδρείας δεομένων», πάπ.)<br /><b>4.</b> (ειδικά) η [[παραμονή]] [[δίπλα]] στο [[κρεβάτι]] ασθενούς και η περιποίησή του («ὡς ἄσχολός γε συγγόνου προσεδρίᾳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> άγρυπνη [[φροντίδα]], [[έγνοια]]<br /><b>6.</b> [[αναμονή]] («τῆς ἐν Ἀριμινίῳ συνόδου τῇ προσεδρείᾳ ταλαιπωρουμένης», Σωζ.)<br /><b>7.</b> [[αφοσίωση]] («ἵνα τῇ προσεδρείᾳ δυνηθῶμεν τὴν κόλασιν διαφυγεῑν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>8.</b> [[ισχυρογνωμοσύνη]], [[επιμονή]], [[φορτικότητα]] («τοὺς [[κύνας]] οὐ... φεύγομεν ὅτι τῇ [[πολλῇ]] προσεδρείᾳ ἡμᾶς ἐκβιάζονται», Ιωάνν. Χρυσ.).
}}
}}