ἡγέτης: Difference between revisions

16
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />guide, chef.<br />'''Étymologie:''' [[ἡγέομαι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />guide, chef.<br />'''Étymologie:''' [[ἡγέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. ηγέτις και ηγέτιδα (AM [[ἡγέτης]], δωρ. τ. [[ἁγέτης]] και ἀγέτης, θηλ. [[ἡγέτις]], δωρ. τ. [[ἁγέτις]])<br />[[οδηγός]], [[αρχηγός]], [[καθοδηγητής]] («πολιτικοί ηγέτες»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ηγε</i>- (του <i>ηγέ</i>-<i>ομαι</i>, -<i>ούμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ευεργέ</i>-<i>της</i>, <i>καταθέ</i>-<i>της</i>)].
}}
}}