3,274,174
edits
(Bailly1_4) |
(29) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />mulet, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]]. | |btext=έως (ὁ) :<br />mulet, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρεύς]], -έως, ιων. τ. [[οὐρεύς]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ημίονος]], [[μουλάρι]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ορεινός]] («[[ὅπως]] τις ὑλοκουρὸς [[ἐργάτης]] [[ὀρεύς]]», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «νικᾱν τοῑς ὀρεῡσι» — η [[νίκη]] στις ημιονοδρομίες (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὀρεύς]] συνδέεται με το [[ὅρος]] (Ι) / [[οὖρος]] «όριο [[σύνορο]]», της οποίας η αρχική σημ. ήταν «[[αυλάκι]] που αφήνει το [[άροτρο]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [Ι]). Επομένως η λ. όρεύς δηλώνει το ζώο που χαράζει το [[αυλάκι]], δηλ. τον ημίονο, ο ποίος [[συχνά]] χρησιμοποιούνταν [[αντί]] του βοδιού για το όργωμα. Ο ιων. επικ. τ. [[οὐρεύς]] αντιστοιχεί με τον ιων. τ. [[οὖρος]] τοῦ [[ὅρος]] (Ι). Προβλήματα γεννά, [[ωστόσο]], η [[ψίλωση]] που εμφανίζει η λ. στην αττ. διάλ., η οποία πιθ. οφείλεται στην παρετυμολ. [[σύνδεση]] της λ. με το [[ὄρος]] (II) «[[βουνό]]»]. | |||
}} | }} |