περιμάχητος: Difference between revisions

32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est l’objet d’un combat, disputé par, τινι;<br /><b>2</b> digne d’être disputé, désirable, enviable.<br />'''Étymologie:''' [[περιμάχομαι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est l’objet d’un combat, disputé par, τινι;<br /><b>2</b> digne d’être disputé, désirable, enviable.<br />'''Étymologie:''' [[περιμάχομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περιμάχητος]], -ον, ΝΑ [[περιμάχομαι]]<br />αυτός για την [[απόκτηση]] ή την [[κατάκτηση]] του οποίου μάχονται πολλοί, [[περιζήτητος]] (α. «το περιμάχητο [[αξίωμα]]» β. «[[ὕδωρ]]... καὶ περιμάχητον ἦν τοῑς πολλοῑς», <b>Θουκ.</b><br />γ. «[[πανία]] ἥκιστα περιμάχητον», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}