3,276,946
edits
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les morts.<br />'''Étymologie:''' [[νεκρός]]. | |btext=ή, όν :<br />qui concerne les morts.<br />'''Étymologie:''' [[νεκρός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νεκρικός]], -ή, -όν) [[νεκρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει αναφέρεται ή αρμόζει σε νεκρό ή στους νεκρούς, [[νεκρώσιμος]], [[επιθανάτιος]] (α. «νεκρική [[λαμπάδα]]» β. «[[νεκρικός]] [[θάλαμος]]» — ο [[θάλαμος]] στον οποίο τοποθετείται ο [[νεκρός]] [[πριν]] από την [[κηδεία]])<br /><b>2.</b> ο όμοιος με νεκρό ή αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού («δεν ήνοιξα [[ακόμα]]... το νεκρικόν μου [[στόμα]]», Βαλαωρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νεκρικά</i><br />η [[κληρονομιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Νεκρικοί Διάλογοι» — [[τίτλος]] διαλόγων του Λουκιανού, που γίνονται [[μεταξύ]] [[νεκρών]] και τών θεών του Άδη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεκρικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ νεκρικῶς, Μ και -ά) με τρόπο που αρμόζει σε νεκρό. | |||
}} | }} |