κιχλισμός: Difference between revisions

20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />éclat de rire.<br />'''Étymologie:''' [[κιχλίζω]]¹.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />éclat de rire.<br />'''Étymologie:''' [[κιχλίζω]]¹.
}}
{{grml
|mltxt=[[κιχλισμός]], ὁ (Α) [[κιχλίζω]]<br />ηχηρό και σαρκαστικό [[γέλιο]], [[καγχασμός]] («ἡδονῶν θ' ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσθαι, παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, κιχλισμῶν», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}