κόλυμβος: Difference between revisions

21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> action de plonger, de nager;<br /><b>2</b> plongeon, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Κρυφ &gt; κλυφ-, κλυβ-, se cacher, s’enfoncer.
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> action de plonger, de nager;<br /><b>2</b> plongeon, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Κρυφ &gt; κλυφ-, κλυβ-, se cacher, s’enfoncer.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κόλυμβος]])<br />το [[πτηνό]] [[κολυμβίς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κολύμβηση]], [[κολύμπι]] («ἡ [[λίμνη]]... [[ἀγχιβαθής]]..., [[ὥστε]] μή [[δεῖν]] [[κολύμβου]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[δεξαμενή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λουτρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kol</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kel</i>- «[[σκοτεινός]], [[μαύρος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κελαινός]]) και συνδέεται πιθ. με το λατ. <i>columba</i> «[[περιστέρι]]». Και οι δύο γλώσσες εμφανίζουν [[παρέκταση]] -<i>umb</i>-, της οποίας η [[αναγωγή]] σε ΙΕ -<i>on</i>-<i>b</i>(<i>h</i>)- δεν ερμηνεύει ικανοποιητικά το ελλ. -<i>υ</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κολυμβώ]], [[κολυμβάς]] / -<i>πάδα</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[κολύμβαινα]], [[κολυμβίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ακόλυμβος]], [[εὐκόλυμβος]], [[πολυκόλυμβος]].
}}
}}