προτίμησις: Difference between revisions

6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />prédilection, préférence pour, gén..<br />'''Étymologie:''' [[προτιμάω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />prédilection, préférence pour, gén..<br />'''Étymologie:''' [[προτιμάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προτίμησις:''' [ῑ], ἡ, [[τιμή]], [[σεβασμός]] (σε κάποιον) περισσότερο απ' ότι στους άλλους, [[προτίμηση]], σε Θουκ.
}}
}}