3,273,860
edits
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />au courant impétueux ; τὸ ῥοῶδες courant impétueux, hauteur d’où coulent des eaux.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόος]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />au courant impétueux ; τὸ ῥοῶδες courant impétueux, hauteur d’où coulent des eaux.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόος]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ες / [[ῥοώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ῥόος]] / <i>ῥοή</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να ρέει, [[ρευστός]] («[[ροώδης]] [[μάζα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[θάλασσα]]) ο [[κυματώδης]], αυτός που ταράσσεται από ορμητικά ρεύματα («τὸ [[μάλιστα]] ῥοῶδες του πελάγους», <b>Αιλιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τοποθεσία]]) [[ανοιχτός]], εκτεθειμένος σε ισχυρά ρεύματα («τοὺς ῥοώδεις καὶ ἐπόμβρους τόπους», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> (για [[ασθένεια]]) α) αυτός που εκδηλώνεται με ρύσεις («ὀφθαλμίαι ῥοώδεις», Ιπποκρ.)<br />β) αυτός που προκαλεί εκκρίσεις, [[διάρροια]] («πυρετὸς [[ροώδης]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ασθενή) αυτός που πάσχει από [[διάρροια]] ή παθολογικές εκκρίσεις («γυναῑκας νοσερὰς καὶ ῥοώδεας», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> (για καρπό δέντρου) αυτός που πέφτει [[προτού]] ωριμάσει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ῥοωδῶς</i><br />με [[διάρροια]].———————— <b>(II)</b><br />-ῶδες, Α [[ῥόα]]<br />αυτός που μοιάζει με ρόα. με [[ρόδι]]. | |||
}} | }} |