μισάνθρωπος: Difference between revisions

25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui hait les hommes.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]], [[ἄνθρωπος]].
|btext=ος, ον :<br />qui hait les hommes.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]], [[ἄνθρωπος]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (ΑΜ [[μισάνθρωπος]], -ον)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που θεωρεί τους ανθρώπους εχθρούς και τους μισεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιδεικνύει συστηματικά παθολογική αντικοινωνική [[συμπεριφορά]] λόγω της αποστροφής που αισθάνεται για τους ανθρώπους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισάνθρωπον</i><br />η [[μισανθρωπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἄνθρωπος]].———————— <b>(II)</b><br />[[μισάνθρωπος]], ὁ (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[μισοάνθρωπος]].
}}
}}