δυσμενέων: Difference between revisions

4
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>part. prés. masc. de l’inusité</i> *δυσμενέω, <i>c.</i> [[δυσμεναίνω]] : mécontent, fâché.
|btext=<i>part. prés. masc. de l’inusité</i> *δυσμενέω, <i>c.</i> [[δυσμεναίνω]] : mécontent, fâché.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσμενέων:''' μτχ. [[τύπος]] που απαντά μόνο στο αρσ., αυτός που έχει κακή [[διάθεση]], εχθρικά διακείμενος, [[εχθρικός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}