περίτρανος: Difference between revisions

32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a le son très clair, clair, très net.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τρανός]].
|btext=ος, ον :<br />qui a le son très clair, clair, très net.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τρανός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περίτρανος]], -ον ΝΜΑ<br />απόλυτα [[σαφής]], [[καταφανής]] και [[πειστικός]] (α. περίτρανη [[απόδειξη]]» β. «[[περίτρανος]] [[ῥήτωρ]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />φημισμένος, [[περίφημος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ακούγεται [[καθαρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «περίτρανα [[λαλώ]]» — [[μιλώ]] με τέλεια [[άρθρωση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιτράνως</i> ΝΜΑ και <i>περίτρανα</i> Ν<br />με απόλυτη [[σαφήνεια]] και [[πειστικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με πολύ δυνατή και καθαρή [[φωνή]].
}}
}}