ἐπιδικάσιμος: Difference between revisions

13
(Bailly1_2)
(13)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />que l’on réclame, que l’on invoque ; secourable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιδικάζω]].
|btext=ος, ον :<br />que l’on réclame, que l’on invoque ; secourable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιδικάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιδικάσιμος]], -ον (Α) [[επιδίκαση]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να τον απαιτήσει δικαστικά με την [[αιτιολογία]] ότι του ανήκει («κατατιθέναι εἰς [[μέσον]] ἐπιδικάσιμον τοῑς βουλομένοις», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιζήτητος]] («[[οὔτε]] φίλοις [[ἐπιδικάσιμος]] [[οὔτε]] ἐχθροῑς [[φοβερός]]», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}