ζυγίτης: Difference between revisions

16
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ζευγίτης]].<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ζευγίτης]].<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ζυγίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[κωπηλάτης]] που κάθεται στον [[ζυγό]] της βάρκας<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ερέτης]], ο [[κωπηλάτης]] που καθόταν στη μεσαία από τις [[τρεις]] έδρες (σέλματα, πάγκους), τις τοποθετημένες επαλλήλως για τους κωπηλάτες του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγόν]]. Άλλος τ. για το [[ζύγιος]].
}}
}}