θελεμός: Difference between revisions

1,050 bytes added ,  29 September 2017
16
(Bailly1_3)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui coule <i>ou</i> jaillit de soi-même, <i>ou</i> pê fécondant.<br />'''Étymologie:''' cf. [[θάλλω]] <i>ou</i> [[θηλέω]].
|btext=ός, όν :<br />qui coule <i>ou</i> jaillit de soi-même, <i>ou</i> pê fécondant.<br />'''Étymologie:''' cf. [[θάλλω]] <i>ou</i> [[θηλέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ό (Α [[θελεμός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[θελεμός]]<br />[[θέληση]], [[βούληση]] («[[θελεμός]] τ' αφέντη [[στραβός]] ο [[τοίχος]]» — η [[θέληση]] του αφέντη εκτελείται [[ακόμη]] κι αν [[είναι]] παράλογη, παροιμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ρέει [[μόνος]] του, με τη θέλησή του<br /><b>2.</b> [[ήρεμος]], [[ήσυχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θελεμῶς</i> (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οἰκτρῶς, ἠσύχως».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο νεοελλ. τ. [[είναι]] παράγωγο του [[θέλω]], υπάρχει όμως [[αβεβαιότητα]] ως [[προς]] την ακριβή [[σημασία]] και την ετυμολογική [[προέλευση]] του αρχαίου].
}}
}}